- νοτόνδε
- νοτόνδε, Adv.A southward, Aq.Ge.12.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νοτόνδε — (Α) επίρρ. προς τον νότο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νότος + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. μυχόν δε)] … Dictionary of Greek
νότος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος της Ηώς και του Αστραίου και η προσωποποίηση του νότιου ανέμου, που είναι θερμός και γεμάτος υγρασία. Σε αντίθεση με τους αδελφούς του Βορέα και Ζέφυρο, δεν αναφέρεται σε κανέναν μύθο της εποχής. II Παράλιος… … Dictionary of Greek